Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εγκληματίας πολέμου

См. также в других словарях:

  • Ες, Ρούντολφ — (Rudolph Hess, Αλεξάνδρεια, Αίγυπτος 1894 – φυλακές Σπαντάου, Βερολίνο 1987). Γερμανός πολιτικός. Το 1920 έγινε μέλος του ναζιστικού κόμματος. Ήταν φανατικός αντισημίτης και κατέκτησε την εμπιστοσύνη του Χίτλερ με μια πραγματεία του με τίτλο Πώς… …   Dictionary of Greek

  • Κέσελρινγκ, Άλμπερτ — (Albert Kesselring, Μάρκστετ, Βαυαρία 1885 – Μπαντ Ναουχάιμ 1960). Γερμανός στρατηγός. Διορίστηκε αρχηγός του γενικού επιτελείου της αεροπορίας το 1938. Αργότερα ανέλαβε την αρχηγία του 2ου αεροπορικού στόλου στις επιχειρήσεις εναντίον της… …   Dictionary of Greek

  • Αντονέσκου, Ίον — (Ion Antonescu, 1882 – 1946). Ρουμάνος στρατηγός και πολιτικός.Υπήρξε μέλος του γενικού επιτελείου της χώρας του κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο και στρατιωτικός ακόλουθος στο Παρίσι και το Λονδίνο. Το 1933 έγινε αρχηγός του γενικού επιτελείου… …   Dictionary of Greek

  • Κονόγιε, Φουμιμάρο — (Fumimaro Konoe ή Konoye, Τόκιο 1891 – 1945). Ιάπωνας πολιτικός, πρωθυπουργός της Ιαπωνίας (1937 39, 1940 41). Προερχόταν από ευγενή και πλούσια οικογένεια, επηρεάστηκε όμως πολιτικά από τα σύγχρονα ρεύματα της δυτικοευρωπαϊκής σκέψης. Μετέφρασε… …   Dictionary of Greek

  • Ματσουόκα, Γιοζούκε — (Yosuke Matsuoka, νομός Γιαμαγκούτσι 1880 – Τόκιο 1946). Ιάπωνας πολιτικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Όρεγκον των ΗΠΑ και στη συνέχεια ακολούθησε το διπλωματικό στάδιο. Το 1921 εστάλη στην Εταιρεία των σιδηροδρόμων της νότιας Μαντζουρίας… …   Dictionary of Greek

  • Ντένιτς, Καρλ — (Karl Doenitz, 1892 – 1954). Γερμανός ναύαρχος. Κυβερνήτης υποβρυχίων στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο, αφοσιώθηκε στην τελειοποίηση του όπλου αυτού, τόσο από τεχνική άποψη όσο και από άποψη τακτικής. Το 1935 ο Ν. ανέλαβε την αρχηγία του γερμανικού… …   Dictionary of Greek

  • εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… …   Dictionary of Greek

  • επανόρθωση — η 1. η ανόρθωση ξανά, η επαναφορά πράγματος στην προηγούμενη θέση του, αναστήλωση. 2. μτφ., διόρθωση λάθους, ανασκευή ανακρίβειας, διόρθωμα. 3. αποζημίωση, υλική ή ηθική ικανοποίηση. 4. σχήμα λόγου, με το οποίο ο ομιλητής διορθώνει λέξη ή φράση… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»